- πεπραγματευμένων
- πεπρᾱγματευμένων , πραγματεύομαιbusy oneselfperf part mp fem gen plπεπρᾱγματευμένων , πραγματεύομαιbusy oneselfperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АРТЕМОН — • Artĕmon, Άρτέμων, из Магнесии, написал τω̃ν κατ αρετην γυναιξι πεπραγματευμένων διηγήματα; может быть, это сочинение послужило источником для так называемого Tractatus de mulieribus (y Westermann a, paradoxogr. p. 213) … Реальный словарь классических древностей